υπολιμενάρχης

υπολιμενάρχης
ο
αξιωματικός του λιμενικού σώματος, που σε αρμοδιότητες έρχεται αμέσως μετά το λιμενάρχη (βλ. λ.), τον οποίο αναπληρώνει στα καθήκοντά του: Υπολιμενάρχης Χαλκίδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπολιμενάρχης — ο, Ν βαθμοφόρος τού λιμενικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + λιμενάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”